- αγκυλόπους
- ἀγκυλόπους, -ουν (Α)αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδηςαρχ.φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» — ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + πούς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκυλόποδα — ἀγκυλόπους with bent legs neut nom/voc/acc pl ἀγκυλόπους with bent legs masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοπόδων — ἀγκυλόπους with bent legs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SELLA — I. SELLA Aegypti Urbs; vel SELA in Augustamnica provinc. Concil. Ephes. tertium. II. SELLA atque Lectica, ob commoditatem potius eorum, qui vel senectute vel morbô impediti ambulare pedibus non potetant, vel ob delitias, quibus semper homines… … Hofmann J. Lexicon universale
αγκυλοποδιά — η [ἀγκυλόπους] αγκύλωση στα πόδια … Dictionary of Greek
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek